ζωαρκώ

ζωαρκώ
ζωαρκῶ, -έω (AM) [ζωαρκής]
1. συντηρώ τη ζωή
2. μέσ. ζωαρκοῡμαι, -έομαι
αρκούμαι στα απαραίτητα για τη ζωή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”